- ποδαράκι
- το, Ν [ποδάρι]1. μικρό πόδι2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι3. πληθ. τα ποδαράκιαπόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… … Dictionary of Greek
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
ποδίσκος — ο, ΝΑ μικρό πόδι, ποδαράκι νεοελλ. 1. βοτ. ο μίσχος, ο άξονας από τον οποίο κρέμεται άνθος ή καρπός 2. ναυτ. είδος πρόποδα με τον οποίο δένεται σταθερά το κάτω άκρο τού πρωραίου λώματος τών τριγωνικών και τών τραπεζοειδών ιστίων, κν. μπάνιο.… … Dictionary of Greek